- υδατίδα
- η / ὑδατίς, -ίδος, ΝΜΑφυσαλίδα γεμάτη νερόνεοελλ.1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο τού όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο τής κεφαλής τής επιδιδυμίδας2. φρ. α) «υδατίδα τού Μοργκάνι» ή «υδατίδα τού όρχεως»ανατ. η υδατίδα που είναι μια άμισχη μικρή απόφυση τού άνω πόλου τού όρχεως, υπόλειμμα τού πόρου τού Μύλερβ) «υδατίδα τής επιδιδυμίδας»ανατ. μισχωτή απόφυση τής κεφαλής τής επιδιδυμίδας, υπόλειμμα τού σώματος τού Βολφγ) «υδατίδα κύστη»(ιατρ.-μικρβλ.) η κύστη τού εχινόκοκκου, προνυμφική φάση τής εχινοκοκκίασηςμσν.1. είδος νόσου που προσβάλλει τις οπλές τού αλόγου2. πολύτιμος λίθος στο χρώμα τού νερού(μσν.-αρχ.)1. σταγόνα νερού2. λιπώδης ουσία που εμφανίζεται κάτω από το άνω βλέφαρο ως αποτέλεσμα οφθαλμικού νοσήματοςαρχ.νόσημα τού ήπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. φλυκτ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.